- χαρμπί
- το, Ν(λαογρ.) αμβλύστομο διακοσμητικό μαχαιρίδιο που κρεμούσαν στον ζωστήρα τους, παλαιότερα, οι φουστανελοφόροι και το οποίο χρησιμοποιούσαν για ακόνισμα ή για τρύπημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρμπί — το (λ. τουρκ.), είδος μαχαιριδίου που το χαν κρεμασμένο από το σελάχι οι φουστανελοφόροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)